- ὑστέρησα
- ὑ̱στέρησα , ὑστερέωto be behindaor ind act 1st sgὑστερέωto be behindaor ind act 1st sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υστερώ — υστέρησα, υστερημένος 1. αμτβ., μένω ύστερος, μένω πίσω, καθυστερώ, αργοπορώ. 2. μτφ., είμαι ύστερος, κατώτερος κάποιου, υπολείπομαι, μειονεκτώ: Υστερεί απ τη φίλη της. 3. μτφ., δεν επαρκώ σε κάτι, είμαι ανεπαρκής για κάτι, είμαι ελαττωματικός,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑστερησάσης — ὑστερησά̱σης , ὑστερέω to be behind aor part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑστερήσας — ὑστερήσᾱς , ὑστερέω to be behind aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑστερήσασα — ὑστερήσᾱσα , ὑστερέω to be behind aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑστερήσασαι — ὑστερήσᾱσαι , ὑστερέω to be behind aor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑστερήσασαν — ὑστερήσᾱσαν , ὑστερέω to be behind aor part act fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑστερήσασιν — ὑστερήσᾱσιν , ὑστερέω to be behind aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υστερώ — υστερώ, υστέρησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής